- διτάλαντον
- διτάλαντοςweighing two talentsmasc/fem acc sgδιτάλαντοςweighing two talentsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διτάλαντος — διτάλαντος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βάρος δύο ταλάντων 2. αυτός που αξίζει δύο τάλαντα 3. το ουδ. ως ουσ. το διτάλαντον δύο τάλαντα … Dictionary of Greek